- κλώνος
- Βλ. λ. κλάδος.
* * *ὁ (AM κλών, -ωνός, Μ και κλώνος)κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ' οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.)νεοελλ.βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς μεθόδους πολλαπλασιασμούμσν.κλωστή.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κλών < *κλάων < κλάω / -ῶ «σπάζω». Ο τ. κλῶ-νος < κλωνί, υποκορ. τού κλών, κατά το σχήμα ταυρί: ταῦρος, καπρί: κάπρος.ΠΑΡ. κλωνάρι(ον), κλωνί(ον), κλωνίσκοςαρχ.κλωνίζω, κλωνίτηςαρχ.-μσν.κλώναξμσν.κλωνίδιον.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ.-μσν. κλωνοκοπώμσν.κλωνοφορώνεοελλ.κλωνανθής, κλωνοβλάστημα, κλωνόγυρτος, κλωνοειδής. (Β συνθετικό) α) -κλων: αρχ. άκλων, μονόκλων. β) -κλωνος: μονόκλωνος, πολύκλωνος, τρίκλωνοςαρχ.εύκλωνοςνεοελλ.άκλωνος, γυρτόκλωνος, δίκλωνος, εξάκλωνος, μυριόκλωνος, τετράκλωνος, υψίκλωνος].
Dictionary of Greek. 2013.